- ῥακτοί
- ῥακτόςbrokenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράχτα — τα, Ν βράχια σε ακτή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥακτοί «φάραγγες» (πρβλ. ρακτός)] … Dictionary of Greek
ρακτός — ή, όν, Α 1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ ρράγ ην) + κατάλ. τός τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
srakʷ-to-, -ti- — srakʷ to , ti English meaning: sharp edged Deutsche Übersetzung: ‘scharfkantig, scharfe Kante, Ecke, Felszacke”? Material: O.Ind. sraktí f. “prong, spike, point, edge”, Av. sraxti , ϑraxti “point, edge, Seite”; Gk. ῥακτοί φάραγγες … Proto-Indo-European etymological dictionary